- γλωσσοκηλόκομπος
- γλωσσο-κηλόκομπος, ον,A soothing with boastful tongue, Com.Adesp.86.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλωσσοκηλόκομπος — γλωσσοκηλόκομπος, ον (Μ) αυτός που θέλγει ή καταπραΰνει τους άλλους με κομπαστική γλώσσα, με περιαυτολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κηλώ «μαγεύω, θέλγω, τέρπω» + κόμπος «καύχηση, κομπορρημοσύνη»] … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek